- ἀνεπάλλακτος
- ἀν-επ-άλλακτος, nicht abwechselnd; Tiere ohne Zahnlücken, wo die Zähne beider Kiefern gerade auf einander treffen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπάλλακτος — ἀνεπάλλακτος, ον (Α) [επαλλάσσω] εκείνος που έχει κάτι σε συνεχή σειρά και όχι εναλλάξ «ἀνεπάλλακτα ζῶα» ‘ τα ζῶα με διάταξη των δοντιῶν τέτοια ὥστε, ὅταν κλείνουν οι σιαγόνες, να εφάπτεται η επάνω σειρὰ με την κάτω σε αντίθεση προς τα… … Dictionary of Greek
ἀνεπάλλακτα — ἀνεπάλλακτος not alternating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)